- συμπολεμώ
- (ε) αμετ. воевать бок о бок с кем-л.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμπολεμώ — συμπολεμῶ, έω, ΝΜΑ [πολεμώ] πολεμώ μαζί με άλλους, μετέχω σε πόλεμο ή σε αγώνα μαζί με άλλους, μάχομαι από κοινού … Dictionary of Greek
συμπολεμώ — συμπολέμησα, πολεμώ μαζί με κάποιον άλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμμάχομαι — ΝΑ, και αττ.τ. ξυμμάχομαι Α [μάχομαι] (αποθ.) μάχομαι μαζί με άλλους, συμπολεμώ αρχ. 1. (με δοτ.) βοηθώ, συντρέχω («εἰ καὶ γυναῑκες συνεμάχοντο αὐτοῑς», Ξεν.) 2. είμαι με το μέρος κάποιου … Dictionary of Greek
συναιχμάζω — Α συμπολεμώ, μάχομαι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αἰχμάζω «χτυπώ με το δόρυ»] … Dictionary of Greek